Διδυμαῖος

διδυμάνωρ

διδυματόκος
διδυμ·άνωρ, ορος (ὁ, ἡ, τὸ) [ῐῠᾱ] qui concerne deux hommes à la fois, Eschl. Sept. 849 (conj. δίδυμ’ ἀγανόρει’ ἄχη Weil).
Étym. δίδυμος, ἀνήρ.