Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
διδυμο·τόκος,
ος, ον,
qui met au monde des jumeaux,
Arstt.
H.A.
6, 19, 3
.
Étym.
δίδυμος, τίκτω
.