Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διδυμοτοκέω-ῶ
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμοτοκία,
ας
(
ἡ
) [
ῐῠ
] enfantement de jumeaux,
Arstt.
G.A.
4, 4, 38 ;
Nyss.
1, 863
b
.
Étym.
διδυμοτόκος
.