διεκδίδωμι

διεκδρομή

διέκδυσις
δι·εκδρομή, ῆς () cours, évolution, en parl. des astres, du temps, Clém. 216 ; Ptol. Tetr. 102, 19 ; Poèt. (Eus. P.E. 444b).
Étym. διεκδραμεῖν.