Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεσπασμένως,
adv.
par morceaux, par intervalles,
Hpc.
938
d
,
1019
h
;
Chrys.
4, 613
.
Étym.
διασπάω
.