Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διέσσυτο
διεσπουδασμένως,
adv.
avec un soin scrupuleux,
DH.
1, 18
.
Étym.
διασπουδάζω
.