διεξερέομαι

διεξερευνάομαι-ῶμαι

διεξερπύζω
δι·εξερευνάομαι-ῶμαι, explorer avec soin : χώραν, Plat. Leg. 763a (part. prés.) un pays ; fig. τι, Plat. Phil. 58d (part. ao. -ησάμενοι) qqe ch.