διεξεργάζομαι

διεξερέομαι

διεξερευνάομαι-ῶμαι
δι·εξερέομαι (seul. prés.) interroger, demander : τινά τι, Il. 10, 432 (2 pl. -ερέεσθε) ; A. Rh. 1, 327 (inf. -ερέεσθαι) qqe ch. à qqn.