διεξελίσσω

διεξεργάζομαι

διεξερέομαι
δι·εξεργάζομαι :
1 achever, Plat. Leg. 798d (opt. prés. -άζοιτο) ||
2 p. suite, achever, faire périr, DH. 6, 35.
Étym. opt. ao. -άσαιτο.