δίγαμος

δίγληνος

δίγλυφος
δί·γληνος, ος, ον, à double prunelle : διγλήνους (var. dor. διγλήνως) ὦπας, Thcr. Epigr. 6, 2, les prunelles des deux yeux.
Étym. δίς, γλήνη.