δικαιοκτόνος

δικαιολογέω-ῶ

δικαιολογία
δικαιολογέω-ῶ [] (seul. prés.) plaider : οἱ δικαιολογοῦντες, Luc. Tim. 11, les avocats ||
Moy. δικαιολογέομαι-οῦμαι (f. ήσομαι, etc.) soutenir son droit, plaider sa cause, abs. Eschn. 31, 2 ; περί τινος, Lys. (Ath. 209f) au sujet de qqe ch. ; πρός τινα, Pol. 4, 3, 12, ou πρός τινα περί τινος, Plut. M. 61a, ou τινι ὑπέρ τινος, Luc. Prom. 4, auprès de qqn au sujet de qqe ch. ||
E Fut. part. -ησόμενος, Pol. 4, 3, 12. Ao. ἐδικαιολογησάμην, Luc. Pr. 4, ou ἐδικαιολογήθην, Pol. 31, 20, 8.
Étym. δικαιολόγος.