Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δικαιολογία
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιολογικός,
ή, όν
[
δῐ
] d’avocat, de barreau,
Hermog.
Rhet.
3, 49, 6
.
Étym.
δικαιολόγος
.