Δικαιόπολις

δικαιοπραγέω-ῶ

δικαιοπράγημα
δικαιο·πραγέω-ῶ [ῐᾱγ] pratiquer la justice, Arstt. Nic. 1, 8 ; 5, 1 ; Rhet. 1, 13, 3 ; Plut. Sol. 5, M. 135f.
Étym. δίκαιος, πράσσω.