δικαιοπραγέω-ῶ

δικαιοπράγημα

δικαιοπραγητέον
δικαιοπράγημα, ατος (τὸ) [ῐᾱγ] action juste, Arstt. Nic. 5, 7, 7 ; Plut. M. 1041a.
Étym. δικαιοπραγέω.