δικαιοπραγητέον

δικαιοπραγία

δικαιοπραγμοσύνη
δικαιο·πραγία, ας () [ῐᾱγ] action juste, Arstt. Nic. 5, 5, 17 ; Plut. M. 2a.
Étym. δ. πράσσω.