Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δικαιοπρακτικός
δικαιοπραγμοσύνη,
ης
(
ἡ
) [
ῐῠ
]
c. le préc.
Ps.-Héraclite éph.
Ep.
2
(
DL.
9, 14
).
Étym.
*δικαιοπράγμων,
de
δ. πράσσω
.