δικάρανος

δικάρδιος

δικάρηνος
δι·κάρδιος, ος, ον [ῐκ] qui a deux cœurs, El. N.A. 11, 40 ; τὸ δικάρδιον, sorte de laitue à deux cœurs, Geop. 12, 1, 3.
Étym. δίς, καρδία.