δικάρδιος

δικάρηνος

δικαρπέω-ῶ
δι·κάρηνος, ος, ον [ῐᾰ] à deux têtes, Batr. 300 ||
E Dor. δικάρανος [ρᾱ] Anth. 6, 306.
Étym. δίς, κάρηνον.