Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δικασία,
ας
(
ἡ
) [
ῐᾰσ
] procès,
Aqu.
Prov.
18, 6 et 9 ;
Jud.
12, 2 ;
Ps.
17, 40
.
Étym.
δικάζω
.