δικασία

δικάσιμος

δικασμός
δικάσιμος, ος, ον [ῐᾰ] qui concerne les procès, Plat. Leg. 958b ; δ. ἡμέρα, Mén. fr. inc. 397 Meineke, jour où siègent les tribunaux.
Étym. δικάζω.