δικασπολέω-ῶ

δικασπολία

δικασπόλος
*δικασπολία, seul. ion. δικασπολίη, ης () [δῐ] jugement, Orph. Arg. 379 ; Anth. 11, 376 ; Man. 2, 261.
Étym. δικασπόλος.