δικασπολία

δικασπόλος

δικάσσατε
δικασ·πόλος, ος, ον [] qui rend la justice, Il. 1, 238 ; Od. 11, 186 ; au fém. Orph. H. 68, 11 ; au neutre, A. Rh. 4, 1178.
Étym. δίκη, πολέω.