δικαστής

δικαστικός

δικαστικῶς
δικαστικός, ή, όν [δῐ]
1 qui concerne les juges, Plut. C. Gracch. 5 ; ἡ δικαστική, ῆς (s. e. τέχνη) Plat. Gorg. 464b, Rsp. 410a, profession de juge ; τὸ δικαστικόν, Arstt. Pol. 6, 5, etc. traitement ou honoraires des juges ||
2 expert en matière judiciaire, homme de loi expérimenté, Xén. Mem. 2, 6, 38.
Étym. δικάζω.