δικαστήριον

δικαστής

δικαστικός
δικαστής, οῦ () []
1 juge, Hdt. 1, 91 ; 3, 14, etc. ; Eschl. Eum. 684 ; Plat. Rsp. 405b, 614c, etc. ||
2 p. suite, qui fait expier, vengeur, Eur. H.f. 1150.
Étym. δικάζω.