δίκερως

δικέφαλος

δίκη
δι·κέφαλος, ος, ον [ῐᾰ] à deux têtes, Arstt. H.A. 5, 4 ; G.A. 4, 4, 6 ; DC. 50, 7.
Étym. δίς, κεφαλή.