δίκερκος

δίκερως

δικέφαλος
δί·κερως, ως, ων, gén. ωτος [] à deux cornes, Hh. Ap. 18, 2 ; Anth. 6, 32 ; Arstt. H.A. 2, 1, 32.
Étym. δίς, κέρας.