Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δικογράφος
δικοδίφης
δικοδοσία
δικο·δίφης,
ου
(
ὁ
) [
ῐῑ
] qui recherche les procès,
Luc.
Lex.
9
.
Étym.
δίκη, διφάω
.