Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυϐον
δικο·λέκτης,
ου
(
ὁ
) [
ῐ
]
c.
δικολόγος,
Anth.
10, 48 ;
A. Pl.
4, 313
.