δικολέκτης

δικόλλυϐον

δικολογέω-ῶ
δι·κόλλυϐον, ου (τὸ) [] mesure de deux κόλλυϐοι, Ar. fr. 3 conj.
Étym. δίς, κόλλυϐος, cf. τρικόλλυϐον.