Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Δικόμης
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικο·μήτρα,
ας
(
ἡ
) [
ῐ
] mère
ou
source de procès,
Com.
(
Bkk.
p. 35, 4
).
Étym.
δίκη, μήτρα
.