Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δικομήτρα
δικόνδυλος
δίκορμος
δι·κόνδυλος,
ος, ον
[
ῐῠ
] à deux articulations,
Arstt.
H.A.
1, 15, 3
.
Étym.
δίς, κόνδυλος
.