Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δικτατορεύω
δικτατορία
δικτάτωρ
δικτατορία
ou
δικτατορεία,
ας
(
ἡ
) [
τᾱ
] dictature,
à Rome,
DH.
2, 1022, 1091 Reiske ;
Plut.
M.
318
c
;
DC.
43, 14
.
Étym.
δικτάτωρ
.