δικτατορία

δικτάτωρ

δικτατωρεία
δικτάτωρ () [] = lat. dictātor, dictateur, à Rome, Pol. 3, 103, 4 ; 3, 106, 1 ; Plut. M. 768a, etc. ||
E Gén. -ορος, Pol. 3, 87, 7 ; -ωρος, DH. 5, 73.