διμέτωπος

διμηνιαῖος

δίμηνος
διμηνιαῖος, α, ον [δῐ] âgé de deux mois, Hpc. 690a, 757f ; Gal. 12, 357 ; Geop. 17, 3.
Étym. δίς, μήν.