διμηνιαῖος

δίμηνος

διμήτωρ
δί·μηνος, ος, ον [] qui dure deux mois, DH. 9, 17 et 36 ; DS. 17, 69 ; ἡ δίμηνος, Pol. 6, 34, 3 ; τὸ δίμηνον, DS. 17, 48 ; Plut. M. 909b, durée de deux mois.
Étym. δίς, μήν.