δίμηνος

διμήτωρ

δίμιτρος
δι·μήτωρ, gén. ορος (ὁ, ἡ) [] qui a deux mères, Orph. H. 49, 1 ; 51, 9 ; DS. 3, 62 ; 4, 4 ||
E Dor. -μάτωρ [] Alex. (Ath. 39b).
Étym. δίς, μήτηρ.