δίνη

δινήεις

δίνησις
δινήεις, ήεσσα, ῆεν []
1 tournoyant, Il. 5, 479 ; Od. 6, 89 ; Eur. Cycl. 46 ; A. Rh. 2, 551 ||
2 p. ext. arrondi, Mosch. 2, 55.
Étym. δίνη.