δινήεις

δίνησις

δινητός
δίνησις, εως () []
1 action de faire tourner, tournoiement, Arstt. Cæl. 2, 13, 23 ; au plur. Epic. (DL. 10, 90) ||
2 évolution des astres, DL. 7, 132.
Étym. δινέω.