Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Διόδοτος
διοδύρομαι
Διοδώρειος
δι·οδύρομαι
[
ῡ
] (
impf. 3 sg.
διωδύρετο
) se lamenter :
τι,
Dém.
1248, 20,
sur qqe ch.