Δῖοι

διοίγνυμι

διοίγω
δι·οίγνυμι [] c. le suiv. ||
E Prés. ind. 3 sg. διοίγνυσιν, Phil. 1, 442 ; 2 pl. διοίγνυτε, Ar. Eccl. 852 ; part. διοιγνύς, Arstt. H.A. 9, 7.
Étym. διά, οἴγνυμι.