διοικητής

διοικητικός

διοικήτωρ
διοικητικός, ή, όν :
1 qui concerne l’administration, Plut. M. 885b ; Clém. 817 ||
2 t. de méd. propre à faire digérer, Orib. p. 64 Mai.
Étym. διοικέω.