διοίκησις

διοικητής

διοικητικός
διοικητής, οῦ ()
1 administrateur ; particul. gouverneur d’une province, Pol. 27, 12, 1 ; Str. 840 ; Spt. 2 Esdr. 8, 36 ||
2 trésorier, Plut. M. 179f.
Étym. διοικέω.