διφρευτικός

διφρεύω

διφρηλασία
διφρεύω :
1 conduire un char, Eur. Andr. 108, Rhes. 356 ; δ. ἁψῖδα, Archestr. (Ath. 326b) m. sign. ||
2 parcourir sur un char, acc. Eur. Andr. 1011.
Étym. δίφρος.