Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω-ῶ
διφρηλασία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰσ
] conduite d’un char,
Pd.
O.
3, 67
.
Étym.
διφρηλάτης
.