διφρηλατέω-ῶ

διφρηλάτης

διφρήλατος
διφρ·ηλάτης, ου () [] conducteur d’un char, Pd. P. 9, 143 ; I. 1, 23 ; Eschl. Eum. 156 ; Eur. I.A. 216 ||
E Dor. διφρηλάτας, Pd. Eur. ll. cc.
Étym. δίφρος, ἐλαύνω.