διφρηλασία

διφρηλατέω-ῶ

διφρηλάτης
διφρηλατέω-ῶ (impf. ἐδιφρηλάτουν)
1 conduire un char ou un attelage, Eur. Rhes. 781 ||
2 parcourir en char, Soph. Aj. 845.
Étym. διφρηλάτης.