διφθογγίζω

διφθογγογραφέω-ῶ

δίφθογγος
διφθογγο·γραφέω-ῶ [] c. le préc. Hdn gr. Epim. p. 254, 271 Boissonade ; etc.
Étym. δίφθογγος, -γράφος de γράφω.