διπλασιεπιτριμερής

διπλασιεπίτριτος

διπλασιεφήμισυς
διπλασι·επί·τριτος, ος, ον, plus grand de 2 ⅓, Nicom. Arithm. 101, 35 ; 107, 22 ; Jambl. 69a, etc.