διπλασιόω-ῶ

διπλασίων

διπλασίως
διπλασίων, ων, ον, gén. ονος [Ῡᾰ] c. διπλάσιος, Arstt. Probl. 19, 50 ; Mund. 6, 18 ; Plut. M. 1138e.