διπλασίων

διπλασίως

δίπλεθρος
διπλασίως, adv. [Ῡᾰ]
1 doublement, deux fois autant, Thc. 8, 1 ; Ar. Av. 1578 ; Eschn. 44, 20 ||
2 en deux, Anth. 7, 611.
Étym. διπλάσιος.